σύνευνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | σύνευνος | οι | σύνευνοι |
γενική | του/της | σύνευνου | των | σύνευνων |
αιτιατική | τον/τη | σύνευνο | τους/τις | σύνευνους |
κλητική | σύνευνε | σύνευνοι | ||
Κατηγορία όπως «ιμπρεσάριος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύνευνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνευνος < σύν- + εὐνή + -ος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύνευνος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύνευνος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ιμπρεσάριος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα σύν- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)