σύννομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύννομος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σύννομος
- ο νόμιμος, αυτός που είναι σύμφωνος με τους νόμους
- σύννομη πρακτική