σύνοιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύνοιδα < σύν- + οἴδα

Ρήμα[επεξεργασία]

σύνοιδα

  1. ξέρω καλά ότι, έχω γνώση
  2. συναισθάνομαι κάτι ενδόμυχα, αναγνωρίζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Διαφορετικά τα συνεῖδον (< συνοράω) & συνοιδέω, συνοιδάω (φουσκώνω μαζί).

Πηγές[επεξεργασία]