σύντεχνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | σύντεχνος | οι | σύντεχνοι |
γενική | του/της του |
συντέχνου σύντεχνου |
των | συντέχνων |
αιτιατική | τον/τη | σύντεχνο | τους/τις | συντέχνους |
κλητική | σύντεχνε | σύντεχνοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύντεχνος < αρχαία ελληνική σύντεχνος[1] [2]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σύντεχνος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σύντεχνος
|
- ↑ σύντεχνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ σύντεχνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας