σύριζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σύρριζα, ΣΥΡΙΖΑ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σύριζα (el)

  • α’ ενικό πρόσωπο οριστικής παρατατικού του ρήματος συρίζω