σύρτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύρτη | οι | σύρτες |
γενική | της | σύρτης | των | (συρτών) |
αιτιατική | τη | σύρτη | τις | σύρτες |
κλητική | σύρτη | σύρτες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύρτη θηλυκό
- λόφος άμμου στο βυθό της θάλασσας, που μεταβάλλεται ως προς το σχήμα και τη θέση του από την επίδραση των υποθαλάσσιων ρευμάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύρτη
|