σύρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύρω < αρχαία ελληνική σύρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tuer (αναδεύω, ανακατεύω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σύρω (παθητική φωνή: σύρομαι)
- (λόγιο) άλλη μορφή του σέρνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύρω
|