σύσπονδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύσπονδος < σύν + σπονδή

Επίθετο[επεξεργασία]

σύσπονδος

  • που μοιράζεται την ίδια σπονδή, πίνει από το ίδιο κύπελλο

Ταυτόσημο[επεξεργασία]