σύσφιξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύσφιξη οι συσφίξεις
      γενική της σύσφιξης των συσφίξεων
    αιτιατική τη σύσφιξη τις συσφίξεις
     κλητική σύσφιξη συσφίξεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Συγκρίνετε με το λόγιο σύσφιγξη.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύσφιξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύσφιγξις με αποβολή του [ŋ] πριν απο [g] + -ση (→ δείτε τη λέξη σύσφιγξη) < συσφίγγω < σύν (σύ-) + αρχαία ελληνική σφίγγω
(μεταφορική έννοια) < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική resserrement[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsi.sfi.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐σφι‐ξη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύσφιξη θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συσφίγγω
  2. το σφίξιμο με το οποίο συνδέονται γερά δυο πράγματα
  3. (μεταφορικά) η ισχυροποίηση, το δέσιμο
  4. (μετεωρολογία) το συνεσφιγμένο μέτωπο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]