σώος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σώος < αρχαία ελληνική σῷος
Επίθετο[επεξεργασία]
σώος, -α, -ο
- που έχει σωθεί από κίνδυνο, που δεν έπαθε κάτι σοβαρό, πχ δεν τραυματίστηκε
- το Λιμενικό περισυνέλεξε τους ναυαγούς που γύρισαν σώοι στις οικογένειές τους