σώρευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σώρευση | οι | σωρεύσεις |
γενική | της | σώρευσης* | των | σωρεύσεων |
αιτιατική | τη | σώρευση | τις | σωρεύσεις |
κλητική | σώρευση | σωρεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σωρεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σώρευση
[<αρχ. σώρευσις < σωρεύω]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σώρευση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σώρευση
|