τάδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τάδες < τάδε + κατ' αναλογία προς τα αρσενικά ουσιαστικά

Αντωνυμία[επεξεργασία]

τάδες αρσενικό

(λαϊκότροπο) → δείτε τη λέξη τάδε