τάλαρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τάλαρος < τλάω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τάλαρος αρσενικό

  1. μικρό ανοικτό κιβώτιο, καλάθι
  2. πλεκτό καλάθι από λυγαριά για εναπόθεση νωπού τυριού
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, De naturalibus facultatibus, 1.15, p. 58 @scaife.perseus
    καὶ γὰρ καὶ τοῦτο, πᾶν ἐμβληθὲν εἰς τοὺς ταλάρους, οὐ πᾶν διηθεῖται, ἀλλ’ ὅσον ἂν ᾖ λεπτότερον τῆς εὐρύτητος τῶν πλοκάμων, εἰς τὸ κάταντες φέρεται, καὶ τοῦτο μὲν ὀῤῥὸς ἐπονομάζεται· τὸ λοιπὸν δὲ παχὺ, τὸ μέλλον ἔσεσθαι τυρὸς, ὡς ἂν οὐ παραδεχομένων αὐτὸ τῶν ἐν τοῖς ταλάροις πόρων, οὐ διεκπίπτει κάτω.
    ΣτΕ: Ο Γαληνός αναφέρει ως παράδειγμα τον τρόπο τυροκόμησης του γάλακτος, για να εξηγήσει τη λειτουργία των νεφρών.
  3. χαμηλό καλάθι για εναπόθεση καρπών
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 568 (στίχοι 567-568)
    παρθενικαὶ δὲ καὶ ἠΐθεοι ἀταλὰ φρονέοντες | πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν.
    Και αγόρια, κόρες λιγερές, αμέριμνα στην γνώμην | εφέρναν τον γλυκύν καρπόν μέσα εις τα καλάθια.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 293 (293-294)
    οἳ δ᾽ αὖτ᾽ ἐς ταλάρους ἐφόρευν ὑπὸ τρυγητήρων | λευκοὺς καὶ μέλανας βότρυας μεγάλων ἀπὸ ὄρχων,
    Άλλοι μες σε κοφίνια κουβαλούσαν απ᾽ τους τρυγητές | σταφύλια μαύρα και λευκά από μακριές σειρές κλημάτων
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  4. κλουβί ορνίθων
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 1.41, @scaife.perseus.
    ὅτι τὸ Μουσεῖον ὁ Φλιάσιος Τίμων ὁ σιλλοαγράφος τάλαρὸν πού φησιν ἐπισκώπτων τοὺς ἐν αὐτῷ τρεφομένους φιλοσόφους, ὅτι ὥσπερ ἐν πανάγρῳ τινὶ σιτοῦνται καθάπερ οἱ πολυτιμότατοι ὄρνιθες·

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • πρόκειται για το τελάρο στη νεοελληνική

Πηγές[επεξεργασία]