τάμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ταμάμ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τάμα τα τάματα
      γενική του τάματος των ταμάτων
    αιτιατική το τάμα τα τάματα
     κλητική τάμα τάματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τάμα < μεσαιωνική ελληνική τάμα < αρχαία ελληνική τάγμα < τάττω/τάσσω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τάμα ουδέτερο

  1. το τάξιμο, η υπόσχεση που δίνεται σε κάποια ανώτερη δύναμη, προκειμένου να μας εκπληρώσει μια επιθυμία μας
     συνώνυμα: τάξιμο
  2. το πολύτιμο αντικείμενο, που αφιερώνεται στην ανώτερη δύναμη μετά από την εκπλήρωση της επιθυμίας (ενίοτε και πριν)
     συνώνυμα: ανάθημα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]