τάμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τάμα | τα | τάματα |
γενική | του | τάματος | των | ταμάτων |
αιτιατική | το | τάμα | τα | τάματα |
κλητική | τάμα | τάματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τάμα < μεσαιωνική ελληνική τάμα < αρχαία ελληνική τάγμα < τάττω/τάσσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τάμα ουδέτερο
- το τάξιμο, η υπόσχεση που δίνεται σε κάποια ανώτερη δύναμη, προκειμένου να μας εκπληρώσει μια επιθυμία μας
- το πολύτιμο αντικείμενο, που αφιερώνεται στην ανώτερη δύναμη μετά από την εκπλήρωση της επιθυμίας (ενίοτε και πριν)