τάπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ΤΑΠΑ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τάπα οι τάπες
      γενική της τάπας
    αιτιατική την τάπα τις τάπες
     κλητική τάπα τάπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τάπα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τάπα θηλυκό

  1. το πώμα
  2. (μεταφορικά, αθλητισμός) στο μπάσκετ: η ενέργεια όπου ένας παίκτης, συνήθως αμυντικός, σταματά στον αέρα την προσπάθεια αντιπάλου κατά την οποία έχει σουτάρει προς το καλάθι και η μπάλα βρίσκεται σε ανοδική τροχιά προς αυτό
  3. (μεταφορικά) η αποστομωτική απάντηση
  4. (μεταφορικά, μειωτικό) ο χαρακτηρισμός για πολύ κοντό άνθρωπο
    ※  […] με αποτέλεσμα να μείνω, όπως κι οι περισσότεροι συνομήλικοί μου, κοντός σαν τάπα.
    Περικλής Σφυρίδης, Διηγήματα, 1997-2002, εισαγωγή-επιλογή: Αλέξης Ζήρας (Αθήνα: Καστανιώτης, 2005, ISBN 960-03-3964-3), σ. 302. Στο Google books· πρόσβαση: 2022-09-22.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]