τάρτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τάρτα | οι | τάρτες |
γενική | της | τάρτας | των | ταρτών |
αιτιατική | την | τάρτα | τις | τάρτες |
κλητική | τάρτα | τάρτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τάρτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tarta < γαλλική tarte
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τάρτα θηλυκό
- (γαστρονομία) είδος γλυκού με ζύμη και κρέμα, γαρνιρισμένο με μαρμελάδα, φρούτα ή άλλα υλικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- τάρτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)