τάφρος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τάφρος | οι | τάφροι |
γενική | της | τάφρου | των | τάφρων |
αιτιατική | την | τάφρο | τις | τάφρους |
κλητική | τάφρε | τάφροι | ||
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τάφρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τάφρος [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈta.fɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τά‐φρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τάφρος θηλυκό (ή και αρσενικό)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τάφρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τάφρος | αἱ | τάφροι |
γενική | τῆς | τάφρου | τῶν | τάφρων |
δοτική | τῇ | τάφρῳ | ταῖς | τάφροις |
αιτιατική | τὴν | τάφρον | τὰς | τάφρους |
κλητική ὦ! | τάφρε | τάφροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τάφρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τάφροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τάφρος < θάπτω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τάφρος θηλυκό
- η τάφρος
Πηγές
[επεξεργασία]- τάφρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τάφρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νόσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)