τέλεια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]τέλεια
- κατά τρόπο τέλειο, ολοκληρωμένα και χωρίς ελάττωμα
- ⮡ είναι τέλεια προετοιμασμένος για τις εξετάσεις του
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τέλειος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τέλειος