τέλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τέλι τα τέλια
      γενική του τελιού των τελιών
    αιτιατική το τέλι τα τέλια
     κλητική τέλι τέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τέλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tel < οθωμανική τουρκική تل < αρμενική թել (tʿel: νήμα, κλωστή)
τα τέλια ενός μπουζουκιού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τέλι ουδέτερο

  1. λεπτό μεταλλικό σύρμα
  2. μεταλλική χορδή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]