Μετάβαση στο περιεχόμενο

τέμαχος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τεμᾰχεσ-
ονομαστική τὸ τέμαχος τὰ τεμάχη
& τεμάχε
      γενική τοῦ τεμάχους
& τεμάχεος
τῶν τεμαχῶν
& τεμαχέων
      δοτική τῷ τεμάχει
& τεμάχεῐ̈
τοῖς τεμάχεσ(ν)
    αιτιατική τὸ τέμαχος τὰ τεμάχη
& τεμάχεα
     κλητική ! τέμαχος τεμάχη
& τεμάχεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τεμάχει & τεμάχεε
γεν-δοτ τοῖν  τεμαχοῖν & τεμαχέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τέμαχος < θέμα τεμα- (όπως και το ομόρριζο τέμνω) + -χος[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τέμαχος, -εος/ους ουδέτερο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. τεμάχιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.