τέμπλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τέμπλα οι τέμπλες
      γενική της τέμπλας
    αιτιατική την τέμπλα τις τέμπλες
     κλητική τέμπλα τέμπλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

τέμπλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τέμπλα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtem.bla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τέ‐μπλα
παρώνυμο: τέμπλο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τέμπλα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]


Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

τέμπλα : κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

τέμπλα ουδέτερο



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τέμπλα < (άμεσο δάνειο) λατινική templum

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τέμπλα θηλυκό

  1. μακρύ και λεπτό ξύλο, ραβδί, δοκάρι
  2. (μεταφορικά) μακρύ χέρι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]