τένοντας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τένοντας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τένοντας αρσενικό

  • δέσμες ινώδη ιστού που συνδέουν τους μύες με τα οστά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]