τέρπομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τέρπομαι < παθητική φωνή του ρήματος τέρπω
Ρήμα
[επεξεργασία]τέρπομαι
- παίρνω ευχαρίστηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τέρπομαι
|
τέρπομαι
|