τέρπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τέρπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέρπω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈteɾ.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τέρ‐πω

Ρήμα[επεξεργασία]

τέρπω, πρτ.: έτερπα, αόρ.: έτερψα, παθ.φωνή: τέρπομαι (ελλειπτικό ρήμα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Παθητική φωνή: μόνο στον ενεστώτα τέρπομαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα[επεξεργασία]

με τερπ-'

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

με τερψ- → δείτε τη λέξη τέρψις

Πηγές[επεξεργασία]