Μετάβαση στο περιεχόμενο

τέσλα

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τέσλα < (λόγιο δάνειο) αγγλική tesla από το όνομα του σέρβου εφευρέτη Νίκολα Τέσλα (N. Tesla)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τέσλα ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]