τέτραρχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τέτραρχος | οι | τέτραρχοι |
γενική | του | τέτραρχου & τετράρχου |
των | τέτραρχων & τετράρχων |
αιτιατική | τον | τέτραρχο | τους | τέτραρχους & τετράρχους |
κλητική | τέτραρχε | τέτραρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τέτραρχος < τετραρχία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τέτραρχος αρσενικό,
- άλλη μορφή του τετράρχης, διοικητής τετραρχίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τέτραρχος
|