τί
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τί < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τί
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τί
- ομόηχο: τι
- τονικό παρώνυμο: τη
Αντωνυμία
[επεξεργασία]- άλλη γραφή του τι
Τί πήγες και έκανες;
- πολυτονική γραφή του τι
Τί πῆγες καὶ ἔκανες;
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Συχνά ορθογραφείται έτσι και στο μονοτονικό, διότι τονίζεται.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tí/ (5ος π.Χ. αιώνας Αττική)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τί
Μόριο
[επεξεργασία]τί (ερωτηματικό μόριο)
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας 1
[επεξεργασία]τί
- (ερωτηματική αντωνυμία) ονομαστική και αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους (τί) του τίς
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]| η ερωτηματική αντωνυμία «τίς» | |||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | ||||||
| γένη → πτώσεις ↓ |
αρσενικό και θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό και θηλυκό | ουδέτερο | τριγενές | ||||
| ονομαστική | τίς | τί | τίνες | τίνα | τίνε | ||||
| γενική | τίνος, τοῦ | τίνων | τίνοιν | ||||||
| δοτική | τίνι, τῷ | τίσι(ν) | τίνοιν | ||||||
| αιτιατική | τίνα | τί | τίνας | τίνα | τίνε | ||||
| Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες | |||||||||
| επική κλίση οι διαφορετικοί τύποι, με έντονα γράμματα | |||||||||
| γένη → πτώσεις ↓ |
αρσενικό και θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό και θηλυκό | ουδέτερο | τριγενές | ||||
| ονομαστική | τίς | τί | τίνες | τίνα | τίνε | ||||
| γενική | τέο, τεῦ, τέου | τέων | τίνοιν | ||||||
| δοτική | τέῳ, τῳ | τίσι(ν), τοῖσι(ν), τέοισι(ν) | τίνοιν | ||||||
| αιτιατική | τίνα | τί | τίνας | τίνα | τίνε | ||||
| Κατηγορία:Επικοί τύποι | |||||||||
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας 2
[επεξεργασία]τί
- (αόριστη αντωνυμία) (τὶ) ονομαστική ενικού, ουδέτερου γένους (τί) του τίς
- (αόριστη αντωνυμία) (τί) αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους (τί) του τίς
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]| η αόριστη αντωνυμία «τίς» | |||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | ||||||
| γένη → πτώσεις ↓ |
αρσενικό και θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό και θηλυκό | ουδέτερο | τριγενές | ||||
| ονομαστική | τὶς | τὶ | τινὲς | τινὰ, ἄττα | τινὲ | ||||
| γενική | τινὸς, του | τινῶν | τινοῖν | ||||||
| δοτική | τινὶ, τῳ | τισὶ(ν) | τινοῖν | ||||||
| αιτιατική | τινὰ | τὶ | τινὰς | τινὰ, ἄττα | τινὲ | ||||
| Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες | |||||||||
Απόγονοι
[επεξεργασία]τί (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ νέα ελληνικά: τί, τι
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ερωτηματικές αντωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μόρια (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι αντωνυμιών (αρχαία ελληνικά)
- Ερωτηματικές αντωνυμίες (αρχαία ελληνικά)
- Αόριστες αντωνυμίες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)