τίγρη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τίγρη | οι | τίγρεις |
γενική | της | τίγρης* | των | τίγρεων |
αιτιατική | την | τίγρη | τις | τίγρεις |
κλητική | τίγρη | τίγρεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τίγρεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τίγρη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τίγρις (θηλυκό), γενική: τίγρεως < αρχαία ελληνική τίγρις (αρσενικό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τίγρη θηλυκό (αρσενικό τίγρης)
- (θηλαστικό ζώο) σαρκοφάγο θηλαστικό ζώο που ανήκει στην οικογένεια των αιλουροειδών. Διακρίνεται από την έντονη καφεκίτρινη απόχρωση του δέρματος του με τις κάθετες προς τον κορμό του μαύρες ραβδώσεις.
- (μεταφορικά) ο ευκίνητος, δυναμικός κι ορμητικός άνθρωπος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
τίγρη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τίγρη
|
Πηγές[επεξεργασία]
- τίγρη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)