τίθεμαι τά ὅπλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
τίθεμαι τὰ ὅπλα
- εγκαθιστώ όπλα
- ποιώ αμυντικά έργα, εγείρω οχυρώσεις
- θέτω τάξη στρατοπέδου
- αγραυλώ, νυκτοφυλακώ
- παίρνω θέση - παράταξη όπως σε μάχη
- (σπανιότερα) καταθέτω τα όπλα, παραδίνομαι(*)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
(*) επειδή στην αρχαιότητα τα όπλα θεωρούνταν ιερά (οὐ καταισχυνῶ τά ὅπλα τά ἱερά), προς αποφυγή της αναφοράς αυτής της λέξης, σε περίπτωση παράδοσης, χρησιμοποιούταν περισσότερο η έκφραση τίθεμαι τάς ἀσπίδας.