τίθημι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τίθημι < *θίθημι με ανομοίωση ⟨θ - θ > τ - θ⟩ < θέμα *θη- με αναδιπλασιασμό < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰédʰeh₁- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeh₁- (τίθημι, θέτω)

Ρήμα[επεξεργασία]

τίθημι, μέση φωνή: τίθεμαι

  1. θέτω, τοποθετώ, βάζω κάτι κάπου
  2. (+αιτιατική ή +δοτική) δίνω κάτι σε κάποιον
  3. (+απαρέμφατο) θεωρώ ή τοποθετούμαι

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

δείτε και τα συγγενικά τους:

θέμα θη-

θέμα θε-

θέμα θω-

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]