τίναγμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τίναγμα < αρχαία ελληνική τίναγμα < τινάσσω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τίναγμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τινάζω
τίναγμα ουδέτερο