τίντα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τίντα | οι | τίντες |
γενική | της | τίντας | — | |
αιτιατική | την | τίντα | τις | τίντες |
κλητική | τίντα | τίντες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τίντα θηλυκό
- οι φωτεινές αποχρώσεις ενός χρώματος. Δημιουργούνται αναμιγνύοντας το χρώμα με το ανάλογο ποσοστό άσπρου.
- Χρῶμα νὰ βρῶ, τὸ πράσινο καὶ τίντες μυστικές. (Νίκος Καββαδίας, Μουσώνας)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)