τίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τίνω < λείπει η ετυμολογία

τίνω

  1. καταβάλω τίμημα, πληρώνω το αντίτιμο
  2. πληρώνω ποινή, πρόστιμο
  3. εξοφλώ χρέος, απαλλάσσομαι από υποχρέωση
  4. ανταμείβω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]