τίτσιρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αναθεώρηση : Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την ετυμολογία; Δείτε και τη λέξη τσίτσιδος . |
Κυπριακά (el-cyp)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τίτσιρος < αρχαία ελληνική τίτθη (θηλή, μαστίδιον) + σύρω
Επίθετο[επεξεργασία]
τίτσιρος, -α, -ον/-ικον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τίτσιρος
→ δείτε τη λέξη γυμνός |
Πηγές[επεξεργασία]
- τίτσιρος @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη