ταγέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /taˈʝe/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐γέ

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

ταγέ < (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) taillé (μετοχή) < γαλλική tailler (κόβω)

Επίθετο[επεξεργασία]

ταγέ άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

ταγέ: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ταγέ αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ταγέ αρσενικό