ταγέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Καρό ταγέρ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταγέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική tailleur < tailler (κόβω) < λατινική talio < talea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂l- (αναπτύσσω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /taˈʝeɾ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταγέρ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]