ταγιαδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταγιαδόρος < (άμεσο δάνειο) βενετική tagiador (κόφτης, αυτός που κόβει) + -ος (ιταλική tagliatore) < tagia(r) (κόβω) (ιταλική tagliare) + -dor. Μορφολογικά αναλύεται σε ταγι(άρω) + -αδόρος [1] Δείτε και ταλιαδόρος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ta.ʝaˈðo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐για‐δό‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταγιαδόρος αρσενικό
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του ταλιαδόρος
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη τάλια & τη λατινική talea
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταγιαδόρος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ταγιάρω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αδόρος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)