ταγματασφαλίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταγματασφαλίτης οι ταγματασφαλίτες
      γενική του ταγματασφαλίτη των ταγματασφαλιτών
    αιτιατική τον ταγματασφαλίτη τους ταγματασφαλίτες
     κλητική ταγματασφαλίτη ταγματασφαλίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταγματασφαλίτης < Τάγματα Ασφαλείας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταγματασφαλίτης αρσενικό

  • μέλος των Ταγμάτων ΑσφαλείαςΤαγμάτων Ευζώνων), στρατιωτικής δομής που έδρασε επί γερμανικής Κατοχής στο πλευρό των κατακτητών

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]