ταγματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταγματικός η ταγματική το ταγματικό
      γενική του ταγματικού της ταγματικής του ταγματικού
    αιτιατική τον ταγματικό την ταγματική το ταγματικό
     κλητική ταγματικέ ταγματική ταγματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταγματικοί οι ταγματικές τα ταγματικά
      γενική των ταγματικών των ταγματικών των ταγματικών
    αιτιατική τους ταγματικούς τις ταγματικές τα ταγματικά
     κλητική ταγματικοί ταγματικές ταγματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταγματικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ταγματικός, -ή, -ό

  • που σχετίζεται με, ανήκει σε ή αφορά τάγμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]