τακίμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τακίμι τα τακίμια
      γενική του τακιμιού των τακιμιών
    αιτιατική το τακίμι τα τακίμια
     κλητική τακίμι τακίμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τακίμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική takım +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /taˈci.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐κί‐μι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τακίμι ουδέτερο

  1. σύνολο αντικειμένων που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό· εξοπλισμός, εργαλεία, σύνεργα
  2. ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]