τακτικιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τακτικιστικά < τακτικιστικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
τακτικιστικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τακτικιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τακτικιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τακτικιστικός