ταλαντώτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταλαντώτρια < ταλαντωτής + -τρια (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική oscillatrice)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταλαντώτρια θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ταλαντώνομαι και τάλαντο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταλαντώτρια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)