ταλιατέλες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ταλιατέλες με σάλτσα και τριμμένο τυρί

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ταλιατέλες ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ταλιατέλα
  2. (γαστρονομία): πιάτο φαγητού χαρακτηριζόμενο ανάλογα από τον τρόπο μαγειρέματος ή από το είδος που τα συνοδεύουν.