ταμιευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ταμιευτικός
- που έχει σχέση με την ταμίευση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ταμιευτικά
- → δείτε τις λέξεις ταμιεύω και ταμίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταμιευτικός
|