ταμπάκικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταμπάκικο < ταμπάκης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταμπάκικο ουδέτερο
- το βυρσοδεψείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταμπάκικο
→ δείτε τη λέξη βυρσοδεψείο |