τανάπαλιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ανάπαλιν

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τανάπαλιν < τ' ἀνάπαλιν < το + ἀνά + πάλιν

Επίρρημα[επεξεργασία]

τανάπαλιν

τα ψάρια δεν μπορούν να ζήσουν στο ανθρώπινο περιβάλλον, και τανάπαλιν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]