τανιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
τανιέμαι
- (προφορικό) άλλη μορφή του τανύζομαι: τεντώνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τανιέμαι
|
τανιέμαι
|