τανύζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τανύζω < τανύω
Ρήμα[επεξεργασία]
τανύζω (παθητική φωνή: τανύζομαι)
- ※ Ο Κωνσταντής έτριψε τα μούτρα του με τα χέρια, τάνυσε το κορμί του. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τανύζω