ταξιδεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταξιδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ταξιδεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
ταξιδεμένος, -η, -ο
- που έχει ταξιδέψει.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταξιδεμένος
|