ταξιδευτής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταξιδευτής αρσενικό (θηλυκό: ταξιδεύτρα & ταξιδεύτρια)
- οποιοσδήποτε ταξιδεύει
- ο ταξιδιώτης, κυρίως αυτός που ταξιδεύει από επιθυμία να γνωρίσει νέους τόπους και αγάπη για την περιπέτεια
- (μεταφορικά) ποιητική έκφραση για τα αποδημητικά πουλιά